- δωδεκατημόριο
- on ikide bir
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δωδεκατημόριο — το 1. το καθένα από τα δώδεκα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα σύνολο. 2. το σύνολο των εσόδων και εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Ψηφίστηκε το δωδεκατημόριο του Απριλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δωδεκατημόριο — το (AM δωδεκατημόριον) το ένα δωδέκατο συνόλου νεοελλ. το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων τού προϋπολογισμού τού κράτους αρχ. 1. καθένα σημείο τού ζωδιακού κύκλου 2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη … Dictionary of Greek
ουγγιά — και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία) νεοελλ. μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια μσν. αρχ. το δωδεκατημόριο τού ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ.… … Dictionary of Greek